ῥώθωνα

ῥώθωνα
ῥώθων
nose
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ημιανοσμία — η ιατρ. απώλεια τής όσφρησης από τον ένα ρώθωνα, συνήθως ύστερα από ατύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemianosmia < hemi (πρβλ. ημι *) + anosmia (πρβλ. ανοσμία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”